- σπονδείων
- σπονδεῖονcup from which theneut gen plσπονδεί̱ων , σπονδεῖοςused at a libationfem gen plσπονδεί̱ων , σπονδεῖοςused at a libationmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος … Dictionary of Greek
εξάμετρο — Στίχος της κλασικής μετρικής. Αποτελείται από έξι πόδες, εκ των οποίων οι πέντε είναι δάκτυλοι, που μπορούν να αντικατασταθούν από σπονδείους, και ο έκτος δισύλλαβος. Το ε. (ειδικότερα το δακτυλικό ε.) είναι ο παραδοσιακός στίχος της αρχαίας… … Dictionary of Greek